ἡλιῶται

ἡλιῶται
ἡλιόομαι
live in the sun
pres subj mp 3rd sg
ἡλιόομαι
live in the sun
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἡλιόω
live in the sun
pres subj mp 3rd sg
ἡλιόω
live in the sun
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἡλιώτης
of the sun
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡλίωται — ἡλιόομαι live in the sun perf ind mp 3rd sg ἡλιόω live in the sun perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …   Dictionary of Greek

  • σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”